Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

Για το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης

Συμβίωση ως αμοιβαία χρήση

Tου Xρήστου Γιανναρά
από την Καθημερινή

Ας μου επιτραπεί να εκφέρω γνώμη (όχι αρτιωμένη άποψη) για το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει στη Βουλή.

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις αντιδράσεις ανθρώπων που νομίζουν ότι εκφράζουν την Εκκλησία αρνούμενοι εκ προοιμίου ένα τέτοιου είδους νομοθέτημα της πολιτείας. Μοιάζει να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, νομίζοντας ότι η σημερινή ελλαδική κοινωνία, στο σύνολό της, είναι και «πλήρωμα» της Εκκλησίας, επομένως το εκκλησιαστικό Μυστήριο του Γάμου μπορεί να λειτουργεί και ως νομικός θεσμός της πολιτείας για τη ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανδρόγυνης συμβίωσης.

Βέβαια, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, θέλει να είναι κάτι διαφορετικό ακόμα και από τον θεσμό του Πολιτικού Γάμου: να μειώσει στο ελάχιστο δυνατό την ανάληψη ευθύνης που συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους διαπροσωπική σχέση, να κατοχυρώσει τη συμβίωση μόνο ως γυμνή σύμβαση. Σε αυτό το επίπεδο θα μπορούσε ο πολίτης, άσχετα με τη μετοχή του ή όχι στην Εκκλησία, να έχει αντιρρήσεις σοβαρές. Βέβαια, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το νομοθέτημα υπακούει στη λογική του καθολικού σήμερα «τρόπου του βίου», δηλαδή του κυρίαρχου μοντέλου «πολιτισμού»: του φυσιοκρατικού ατομοκεντρισμού που διαμορφώνει και την παραμικρή πτυχή της οργανωμένης συλλογικότητας.

Το κυρίως θλιβερό είναι ότι η πολιτεία στην Ελλάδα σήμερα (αν κρίνει κανείς από τα κείμενα των «θεωρητικών» που εκφράζουν την εξουσία, όποιο κόμμα και αν τη διαχειρίζεται) αναλαμβάνει σε κοινωνικά θέματα νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν μοιάζει να απηχούν ρεαλιστικές συλλογικές ανάγκες. Μάλλον πιθηκίζουν ό,τι «μοδέρνο» και «προοδευτικό» λιμπίζεται η επαρχιωτίλα των καφενείων του Κολωνακίου. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η προκλητική αδιαφορία που χαρακτηρίζει τα κείμενα των «θεωρητικών» της «προόδου» για τη γνησιότητα ή την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε συνθήκες άκριτου μιμητισμού.

Στον φυσικό θεσμό του γάμου, που οι απαρχές του χάνονται στα βάθη της Προϊστορίας, το τελετουργικό τυπικό, οποιοδήποτε, δηλώνει μπροστά στην κοινότητα την ανάληψη από το ζευγάρι μιας αμοιβαίας ευθύνης, η οποία ιδρύει και υπηρετεί τη σχέση: Θέλω να μοιραστώ τη ζωή με τον συγκεκριμένο «άλλον», δέχομαι δημόσια την ευθύνη και τη διακινδύνευση της σχέσης. Διότι, σχέση δεν είναι η παράλληλη και ασύμπτωτη συνύπαρξη δύο θωρακισμένων εγωισμών, δεν είναι η δυαδική μοναξιά. Η σχέση είναι εκούσιο άθλημα ελεύθερης αντίστασης στον ατομοκεντρισμό, στις ενστικτώδεις ορμές της αυτοσυντήρησης, της επιβολής της κυριαρχίας. Μοιράζονται τη θέλησή τους οι άνθρωποι στη σχέση, διαφορετικά αλλοτριώνουν τη σχέση σε εξάρτηση, υποταγή, εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον.

Ενα νομικό πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει στην προστασία από την αλλοτρίωση, αλλά η σύμβαση δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει το άθλημα της σχέσης, να αποκλείσει τη στεγασμένη μοναξιά, τη δραματική ακοινωνησία. Ειδικά, πάντως, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» αλλοτριώνει εξ ορισμού τη διαπροσωπική σχέση σε συμφωνημένη αμοιβαία χρήση του άλλου. Ακριβώς όπως όριζε τον γάμο ο Καντ: «Αμοιβαία χρήση ιδιοτήτων του άλλου φύλου» (wechselseifigen Besitz ihrer Oeschlechtseigenschaften)! Με τα αντικείμενα χρήσης δεν σχετίζεται, απλώς τα χρησιμοποιεί. Είναι ιδιοκτησία σου (Besitz) νομικά κατοχυρωμένη.

Και εξαρτάται μόνο από τους όρους της σύμβασης να επιλέξει κανείς ετερόφυλο ή ομόφυλο αντικείμενο χρήσης. Το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» είναι ένα «επικοινωνιακό» εύρημα για τη νομιμοποίηση και κατοχύρωση δικαιωμάτων σε περιπτώσεις που η σεξουαλική ιδιαιτερότητα αποκλείεται να παραγάγει σχέση γονεϊκής δημιουργίας και ευθύνης. Η σύμβαση υπερισχύει και των σκοπιμοτήτων της φύσης κατοχυρώνοντας το άτομο, με τις ηδονικές επιλογές του, αποκλειστικά.

Θα θεωρούσα αυτονόητο, όσοι μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός να είναι ένθερμοι υποστηρικτές του πολιτικού γάμου αλλά και του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από το 1896 κιόλας, ζητούσε να καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος. Σήμερα, θα υποστήριζε, νομίζω, και το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Ακριβώς για να είναι σαφής και θεσμοθετημένη η καισαρική διαφορά που χωρίζει τις συμβάσεις της οργανωμένης συλλογικότητας από τους όρους-όρια ζωής της εκκλησίας.

Οταν η εκκλησία μιλάει για «μυστήριο» αναφέρεται στην ανυπότακτη σε αντικειμενοποιήσεις υπαρκτική δυναμική «εγκεντρισμού» των αναγκαιοτήτων της φύσης στην ελευθερία της σχέσης: η ενστικτώδης, ορμέμφυτη ανάγκη εντάσσεται, ως άθλημα ελευθερία, στη σκόπευση της ζωής ως αγαπητικής κοινωνίας.

Το μυστήριο της Ευχαριστίας, για παράδειγμα, θέλει να ελευθερώσει τη ζωτική ανάγκη της τροφής και του ποτού από τη φυσική αναγκαιότητα της ατομικής αυτοσυντήρησης να την αναδείξει σε ελευθερία αγαπητικής κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης. Αντίστοιχα, και το μυστήριο του Γάμου εντάσσει τη σεξουαλική σχέση και τη συμβίωση στη δυναμική του αθλήματος αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς που εικονίζεται στην ερωτική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο («εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», όπως λέει το τελετουργικό).

Οι Χριστιανοί που μετέχουν στο μυστήριο του ευχαριστιακού δείπνου δεν ζητάνε να ακυρωθεί κάθε άλλο δείπνο, κάθε άλλη λήψη τροφής. Και όσοι χριστιανοί μετέχουν στο μυστήριο του Γάμου δεν απαιτούν να θεωρείται μόνο ο δικός τους γάμος νόμιμος και κάθε άλλος γάμος «παλλακεία και πορνεία». Δυστυχώς, υπάρχουν και τραγικά αθεολόγητοι επίσκοποι, όπως και μικρονοϊκού ηθικισμού ζηλωτές, που θεωρούν τον εκκλησιαστικό γάμο σαν θρησκευτική νομιμοποίηση της «αμαρτωλής» καθεαυτήν σεξουαλικότητας. Γι' αυτό και μάχονται να καταστήσουν υποχρεωτικό για όλους το ευτελισμένο θρησκευτικό φολκλόρ της φιέστας με το νυφικό και τα κουφέτα, το ρύζι και τον χαβαλέ.

Δεν θα ήταν αυθαίρετο να ισχυριστεί κανείς ότι η χρεοκοπία του θεσμού του γάμου σήμερα και η σαρωτική αύξηση των διαζυγίων οφείλονται, σε σημαντικό ποσοστό, στην αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού Μυστηρίου του Γάμου: Ο ασκητικός χαρακτήρας του έρωτα, το άθλημα της αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, δεν λειτουργεί σαν μέτρο και κριτήριο ποιοτικής αποτίμησης της σχέσης.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

Ο Μίκης Θεοδωράκης για τα Σκόπια

Διαβάστε ολόκληρη την ανοιχτή επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη, που συντάχθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2008

Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, δηλαδή ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο μελλοντικός πρόεδρος, η κολοσσιαία πολεμική μηχανή έχει ήδη μπει μπροστά με στόχο την εξόντωση όλων όσων θεωρεί εχθρούς της. Ακόμη και αυτών όπως η Ελλάδα που δεν υπακούνε τυφλά τις εντολές της, Ιράν, Κορέα, Αραβικός κόσμος, μη υποτελείς και φυσικά άμεσα η Ρωσία και στο βάθος η Κίνα.

Μετά θα έρθει η σειρά των « ατάκτων» της Νοτίου Αμερικής. Ένας άμεσος και θανάσιμος κίνδυνος, πολυπρόσωπος, πολυπλόκαμος σαν χταπόδι κάνει αργά αλλά σταθερά την εμφάνισή του στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας. Σημερινός στοίχος είναι τα Βαλκάνια με κύριο σύμμαχο την «Μεγάλη Αλβανία», ξεκινώντας από το Κόσσοβο με συνεργάτες τους υπεύθυνους για μαζικές δολοφονίες U.C.K.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γεγονός πρωτοφανές για τη χώρα μας, μερικοί « επιστήμονες» επέλεξαν το αμφιθέατρο του Παντείου Πανεπιστημίου για να αναπτύξουν δημόσια την υποστήριξή τους σε ένα βασικό αίτημα της « Μεγάλης Αλβανίας», την κατάκτηση της Ηπείρου έως την Πρέβεζα, με την δικαιολογία ότι ανήκε στην Αλβανική Τσαμουριά, από όπου τους έδιωξαν με εγκληματικές πράξεις οι Έλληνες.

Ασφαλώς πρόκειται για οργανωμένη προβοκάτσια των Η.Π.Α, ώστε να μελετηθούν οι δικές μας αντιδράσεις και να προπαρασκευαστεί ψυχολογικά η εδαφική επέκταση της Αλβανίας μετά το Κόσσοβο και σε ένα μεγάλο τμήμα των Αλβανοφώνων των Σκοπίων και ακολούθως και σε δικά μας εδάφη.

Από την άλλη μεριά η σύμπλευση της Τουρκίας με τις Η.Π.Α στο Κόσσοβο, που έσπευσε πρώτη αυτή να το αναγνωρίσει, προετοιμάζει το έδαφος για πονηρά σχέδια σε βάρος της χώρας μας με βάση όχι μόνον το Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά κα τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, που ακολουθώντας το παράδειγμα του Κοσσόβου μπορεί να διεκδικήσει την δική της ανεξαρτησία.

Η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων φαίνεται ότι γνωρίζει από πρώτο χέρι τα σχέδια των Η.Π.Α και για αυτό δείχνει αυτή την αλαζονική αδιαλλαξία.

Και πράγματι σε αυτή τη φάση συμπορεύονται με την πολιτική που εκθέσαμε. Όμως τι θα κάνουν όταν ξεκινήσει η επόμενη φάση, αυτής της φολοαλβανικής τακτικής, οπότε το κρατίδιό τους θα κοπεί στη μέση, γιατί θα πρέπει να γνωρίζουν τόσο αυτοί, όσο και οι ΗΠΑ, ότι μπορούν να αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες, όμως φυλετικά είναι Σλάβοι και ως εκ τούτου κατατάσσονται ουσιαστικά στη χορεία των εχθρών των ΗΠΑ μαζί με την Ρωσία, τη Σερβία αλλά κα τη Βουλγαρία που και αυτή δεν πρέπει να έχει αυταπάτες.

Έτσι γυρίζοντας σε εμάς τους Έλληνες θα πρέπει να δούμε ότι η κατάσταση όντως εξελίσσεται όπως εξελίσσεται και είναι παραπάνω από τραγική δεδομένου ότι οι Αμερικανοί δεν πείθονται, όσες υποκλίσεις και αν κάνουν απέναντί τους οι ποικιλόμορφες αμερικανόφιλες ηγεσίες, και αυτό γιατί φοβούνται, μισούν τον λαό μας, για τον οποίο είναι βέβαιοι ότι στη μεγάλη του πλειοψηφία απορρίπτει τα φιλοπόλεμα σχέδιά τους, για αυτό θέλει να μας τιμωρήσει με κάθε τρόπο εκτός και αν αποφασίσουμε όλοι μαζί να γονατίσουμε και να φιλήσουμε τα πόδια τους κάνοντας όρκους ότι από δω και στο εξής θάμασε καλά παιδιά και πειθήνια όργανα στην όποια πολιτική τους.

Όμως αφού το παιχνίδι είναι για μας έτσι και αλλιώς χαμένο, τότε ας πέσουμε με το κεφάλι ψηλά. Ας μην περιμένουμε βοήθεια από πουθενά. Ούτε έχουμε συμμάχους, είμαστε εμείς και εμείς, ας φροντίσουμε λοιπόν να είμαστε τουλάχιστον ωραίοι, περήφανοι και γιατί όχι χαρούμενοι, αφού θα έχουμε πάρει τη μεγάλη απόφαση να γίνουμε όλοι μαζί μια γροθιά ενωμένοι μπροστά στην προδοσία και την ασχήμια που χτυπάει την πόρτα μας.

Γιατί είναι προδοσία η αναγνώριση του Κοσσόβου χωρίς την έγκριση της διεθνούς κοινότητας του ΟΗΕ, δηλαδή μιας επαρχίας που από αιώνες αποτελεί τμήμα της Σερβίας και τι θα νοιώθαμε εμείς αν μεθαύριο έπαιρναν με το έτσι θέλω τη μισή Κύπρο , την Θράκη ή την Ήπειρο;

Όπως είναι ασχήμια να ανεχόμαστε να μας περιφρονούν και να μας εξυβρίζουν οχυρωμένοι κάτω από τα σκέλια των Αμερικανών οι Σκοπιανοί και εμείς να τους παρακαλάμε και να ζητάμε μεσολάβηση των Αμερικανών, χάνοντας κάθε μέρα όλο και πιο πολύ την αξιοπρέπειά μας και την υπερηφάνειά μας.

Ας κλείσουμε τα σύνορα, ας σταματήσουμε τις οικονομικές και διπλωματικές μας σχέσεις και ας τους αφήσουμε να αυτοαποκαλούνται όπως θέλουν, κοροϊδεύοντας τους εαυτούς τους.

Οφείλουμε να περάσουμε και από αυτή τη νέα δοκιμασία με το κεφάλι ψηλά. Μπορεί να υποφέρουμε, όμως το ζητούμενο για μας είναι να παραμείνουμε Έλληνες και θα παραμείνουμε Έλληνες αν δεν ξεχνάμε από πόσες δοκιμασίες περάσαμε ως τώρα, όμως στο τέλος πάντα βγήκαμε νικητές.

Το ίδιο θα συμβεί και στο μέλλον.

Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα, 23/2/2008

Ομηροι της ανικανότητας

Tου Xρήστου Γιανναρά
από την Καθημερινή

Ενας από τους χάρτες ενιαίου κράτους της «Μακεδονίας» που κυκλοφορούν στα Σκόπια, με γεωγραφικό κέντρο και πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, εμφανίστηκε για ελάχιστες στιγμές σε πρωινές εκπομπές δύο τηλεοπτικών καναλιών. Δηλαδή στο περιθώριο του περιθωρίου ενημέρωσης της ελλαδικής κοινωνίας. Το σοκ πανικού κάποιων τηλεθεατών, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, δεν θεωρείται «είδηση», μόνο αντικείμενο χλευασμού: Το αθηνοκεντρικό Ελλαδέξ βλέπει στο σύμπτωμα μια «αδικαιολόγητη» φοβική συμπεριφορά.

Η απολογία του φόβου θα είχε να αντιτάξει σοβαρές αιτιολογίες με τεκμηριωμένα επιχειρήματα (όχι ψυχολογικού, αλλά πολιτικού χαρακτήρα). Και κυριότερο έρεισμα του φόβου είναι ο αποκλεισμός του από τη δημόσια προσοχή ή a priori κατασυκοφάντησή του, η σχεδόν απαγόρευση να εκφραστεί ο φόβος, να ακουστεί δημόσια η δικαιολόγησή του. Κάθε ρητή αντίρρηση στην απροκάλυπτη και επίμονη διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης από τους Σκοπιανούς αντιμετωπίζεται στο αθηνοκεντρικό κράτος σαν κατάπτυστος «εθνικισμός», «εθνικιστικός λαϊκισμός».

Ο σοβαρά προβληματιζόμενος πολίτης (και όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα) αντιλαμβάνεται με ενάργεια ότι δεν έχει ούτε την πολιτική εκπροσώπηση ούτε έναν ικανό κρατικό μηχανισμό για να υπερασπίσουν στον διεθνή στίβο τα δίκαιά του, τα αυτονόητα και στοιχειώδη της ελευθερίας του και της αξιοπρέπειάς του. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ασκήσει η Ελλάδα σήμερα εξωτερική πολιτική: Το πολιτικό σύστημα έχει ολοφάνερα καταρρεύσει, αδυνατεί να ανταποκριθεί σε θεμελιώδεις κοινωνικές ανάγκες. Την εξουσία διαχειρίζονται ιδιοτελείς ψηφοθήρες ή δελφίνοι αρχηγικών θώκων, έμφοβοι υπάλληλοι - διεκπεραιωτές ξένων συμφερόντων. Δεν υπάρχει παιδεία ικανή να συντηρήσει στους πολίτες κριτική σκέψη και ελεύθερο φρόνημα, έχει «αποδομηθεί» κάθε έρεισμα συλλογικού αυτοσεβασμού. Η «άμυνα» της χώρας είναι πηγή άντλησης «προμηθειών» για τα πελώρια κομματικά έξοδα, πεδίο για μικρορουσφέτια, υπαλληλική ραστώνη και χαβαλέ.

Με στοιχειώδη πολιτική οξυδέρκεια μπορεί οποιοσδήποτε να διαβλέψει ότι το όνομα του τεχνητού κρατιδίου των Σκοπίων λειτουργεί και θα λειτουργήσει σαν μια ακόμη αφορμή ομηρείας του αθηνοκεντρικού Ελλαδισμού στους εκβιασμούς «φίλων» και «συμμάχων» χωρών. Μια ακόμη αφορμή ομηρείας που έρχεται να προστεθεί σε αυτή των «γκρίζων ζωνών» του Αιγαίου, της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, της «γραμμής Αττίλα» στην Κύπρο, της μεθοδικής εθνοκάθαρσης στη Βόρεια Ηπειρο, του προγραμματικού πνιγμού του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ομηρείας αντιτάσσεται έστω και ίχνος ρεαλιστικής ελληνικής διπλωματίας πέρα από υπαλληλικού στυλ οσφυοκαμψίες και πληθωρικά χαμόγελα;

«Εχουν κάθε δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού οι γείτονές μας Σκοπιανοί», κόπτεται η υπέρμαχος κάθε διεθνικού προτάγματος του ΝΑΤΟ «ανανεωτική Αριστερά».

Αν όμως εμφανιζόταν ποτέ σε ελληνικό χαρτονόμισμα εικόνα της Αγια-Σοφιάς, σύσσωμες οι «προοδευτικές δυνάμεις», από τον παλαιάς κοπής παιδαριογέροντα ηγέτη ώς τους εξτρεμιστές νεοφιλελεύθερους συνοδοιπόρους, θα ξεσηκώνονταν μαινόμενοι να καυτηριάσουν τον «αλυτρωτικό σοβινισμό». Δεν είμαστε σοβαρή χώρα, γι’ αυτό και αδυνατούμε να ασκήσουμε ρεαλιστική εξωτερική πολιτική.

Η ονομασία του κράτους των Σκοπίων έφερε για πολλοστή φορά στο φως την ολοκληρωτική παγίδευσή μας στο αδιέξοδο: όσοι πολίτες αγωνιούν, αισθάνονται υπόλογοι, γραφικοί «καταστροφολόγοι» ή πατριδοκάπηλοι «εθνικιστές». Η μεγάλη πλειονότητα δεν αντέχει να βλέπει κατάματα την πραγματικότητα, γαντζώνεται σε «αιδιόδοξα» παραισθησιογόνα, αναγνωρίζει και «θετικά» στους αυτουργούς του αδιεξόδου, τους ξαναψηφίζει με πειθήνιο ραγιαδισμό.

Μια τρίτη μερίδα προτιμάει να βυθίζεται στον ευκαιριακό ηδονισμό (κυνήγι χρήματος, σεξ εξουσίας), αδιαφορώντας πλήρως για το τι τέξεται η επιούσα. Αυτή η τρίτη μερίδα μάλλον κρίνει και το εκλογικό κάθε φορά αποτέλεσμα.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, άνθρωποι της ανιδιοτέλειας, του δημιουργικού δυναμισμού, των απαιτήσεων ποιότητας συσπειρώνονταν σε «κινήσεις πολιτών», πολιτιστικά σωματεία, θεατρικές ομάδες, ενοριακές συντροφιές.

Ηταν η αντίσταση στον προπετή αμοραλισμό του ΠΑΣΟΚ, στην ιδεολογική τρομοκρατία του «συνασπισμένου» μηδενισμού. Και η ενεργός αναμονή μιας πολιτικής αλλαγής. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, πολιτικά και ιδεολογικά ανύπαρκτο, ολοφάνερα ανίκανο να κομίσει αντιπρόταση και να προκαλέσει κοινωνική μεταστροφή, διέσωζε σαν έσχατη ελπίδα αλλαγής το νεαρό της ηλικίας του αρχηγού του: Είναι νέος, δεν γίνεται να μην έχει φιλοδοξίες, να μην έχει πείσμα και τόλμη για τομές και ρήξεις, έστω και μόνο για την περηφάνεια του και το οικογενειακό του όνομα – όσο σάπιο και αν είναι το κόμμα του.

Η τυπική πολιτική αλλαγή συντελέστηκε, το καινούργιο δεν αναδύθηκε. Στα λόγια, μια «βελτιωτική» διαχείριση του κυρίαρχου αμοραλισμού και μηδενισμού, στην πράξη ένα (απίστευτο και για τους πιο απαισιόδοξους) κατρακύλισμα σε πρωτογονισμό διαφθοράς, αναξιοκρατίας, δραματικής ανικανότητας, παραλυτικής ατολμίας. Οι αναλύσεις περιττεύουν, η καθημερινή εμπειρία του έντιμου πολίτη ξεπερνάει κάθε γλωσσική έκφραση του απελπισμού.

Το μόνο που ακόμα προκαλεί σε σπουδή και λογική βάσανο, είναι το ανθρωπολογικό αίνιγμα, όπως διαφαίνεται στην περίπτωση του πρωθυπουργού: Αραγε αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα γύρω του; Οταν με τόση αυτοπεποίθηση ρητορεύει καυχόμενος για τις «μεταρρυθμίσεις» που επιτελεί, είναι θύμα ψευδαισθήσεων ή συνειδητά προσπαθεί να εξαπατήσει τους αφελείς; Εχει κάποια επίγνωση πόσο τραγικά ανίκανος εμφανίζεται να διακρίνει ανθρώπινες ποιότητες, να επιλέξει επιτελείς και συνεργάτες, πόσο άτολμος να ανασχηματίσει την κυβέρνησή του, να δοκιμάσει επιλογές που δεν του επιβάλλονται από την κομματική καμαρίλα ή την έγνοια του να ευχαριστήσει τον «ξένο παράγοντα»;

Σε κάποια χρόνια, που προμηνύονται λίγα, θα γυρίσει σπίτι του, η ευκαιρία να ηγηθεί του λαού που τον εμπιστεύτηκε, να σημαδέψει την Ιστορία, θα έχει χαθεί. Αναπότρεπτα θα αξιολογηθεί συγκριτικά, είναι συνώνυμος προγενέστερου πρωθυπουργού. Δεν τον ενοχλεί να τον ξεχωρίζουν με το προσωνύμιο «ο μικρός» (στο πολιτικό ανάστημα), «ο λίγος» (στην τόλμη και στη δημιουργική φαντασία), ο αξιολύπητος «αποτυχημένος»;

Πάντως δεν έδειξε να τον θίγουν οι χλευασμοί ακόμα και των Σκοπιανών για την ατολμία του, ούτε να ενοχλείται που την εξωτερική του πολιτική (με επιλογή του ή επιβεβλημένα) διαχειρίζεται η κεντρική πολιτική του αντίπαλος, δίκην επιτρόπου.